-
1 νεᾱνισκεύομαι
νεᾱνισκεύομαι, ein νεανίσκος, Jüngling sein; Amphis u. Posidipp. bei Phot. u. Suid.; Xen. Cyr. 1, 2, 15, für ἐν τοῖς ἐφήβοις.
См. также в других словарях:
νεανισκεύομαι — (Α) [νεανίσκος] βρίσκομαι στη νεανική ηλικία («ἔξεστιν αὐτοῑς ἐν τοῑς ἐφήβοις νεανισκεύεσθαι», Ξεν.) … Dictionary of Greek
πλατειάζω — και πλατυάζω / πλατειάζω, ΝΑ, δωρ. τ. πλατειάσδω Α νεοελλ. επεκτείνω τον λόγο μου με περιττές και ανούσιες λέξεις ή φράσεις, περιττολογώ αρχ. 1. πλήττω, χτυπώ κάτι με την παλάμη 2. μιλώ ή προφέρω τις λέξεις με τραχιά, βαριά προφορά όπως οι… … Dictionary of Greek
σκηναρχώ — έω, Α είμαι αρχηγός σε σκηνή («σκηναρχήσας ἐν τοῑς ἐφήβοις», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + αρχῶ, πιθ. μέσω αμάρτυρου αρχ. *σκηνάρχης (πρβλ. τριηρ αρχῶ)] … Dictionary of Greek
PANELLENIA — Graece Πανελλήνια, nomen agonis, Athenis olim celebrari soliti, cuius mentio in veteri Inscr Παναθήναια, Ο᾿λύμπια, Πανελλήνια, Α᾿δρίανεια. Ubi Vir quidam summus quatuor illos agones pro uno accepit et de Hadrianeis interpretatur. Multis enim in… … Hofmann J. Lexicon universale